- Σεβάστιος
- Σεβάστ-ιος ὅρκος, ὁ, an oathA by the genius of the Emperor, IG9(1).643 (Cephallenia, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σεβάστιος — ον, Α [σεβαστός] (για όρκο) αυτός που δινόταν στο όνομα τού αυτοκράτορα … Dictionary of Greek
Σεβαστίου — Σεβάστιος by the genius of the Emperor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράστιος — α, ο / τεράστιος, ον, ΝΜΑ πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα τής ρύπανσης τού περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾱγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν. δ. «τεράστιον… … Dictionary of Greek